-
1 κολοιός
κολοιός, ὁ, die Dohle; ll. 16, 583. 17, 755; κραγέται Pind. N. 3, 78; Ar. Av. 50; vgl. Arist. H. A. 9, 24; sprichwörtlich, κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται, die Krähe schmückt sich mit fremden Federn, Luc. Apolog. 4, u. κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, od. κολοιὸς παρὰ κολοιόν, Arist. eth. 8, 1 rhet. 1, 11, Gleich u. Gleich gesellt sich gern, wie die Krähen u. Dohlen immer in großen Schaaren ziehen. – Vgl. κολῳός.
-
2 κολοιός
κολοιός, ὁ, die Dohle; sprichwörtlich, κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται, die Krähe schmückt sich mit fremden Federn; κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, od. κολοιὸς παρὰ κολοιόν, Gleich u. Gleich gesellt sich gern, wie die Krähen u. Dohlen immer in großen Scharen ziehen
См. также в других словарях:
κολοιός — ο (Α κολοιός) η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ. β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.) αρχ. παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek